πλέκω — (I) ΝΜΑ, διαλ. τ. πλέγω και πλέχω Ν 1. κατασκευάζω πλέγματα συστρέφοντας ή περνώντας το ένα μέσα από το άλλο κλαδιά, σχοινιά, καλάμια, νήματα ή άλλο υλικό (α. «πλεγμένα με τα φύλλα τού μυστικού Ελικώνος», Κάλβ. β. «πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν… … Dictionary of Greek
πλέξιμο — (I) το, Ν 1. η ενέργεια τού πλέκω, η πλέξη 2. (ειδικότερα) (υφαντ.) η παραγωγή ενός υφάσματος κατά την οποία χρησιμοποιείται ένα συνεχές νήμα ή σύνολο νημάτων που σχηματίζει σειρά από θηλειές, συνδεδεμένες μεταξύ τους 3. φρ. «πλέξιμο δικτυωτού»,… … Dictionary of Greek
πλεξιά — (I) η, Ν η ενέργεια τού πλέκω, πλέξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέξη + κατάλ. ιά]. (II) η, Ν κολύμβηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέγω (Ι) «επιπλέω, κολυμπώ» + κατάλ. ιά (βλ. λ. πλέγω [Ι])] … Dictionary of Greek
πλέγα — η, Ν συν. στον πληθ. οι πλέγες οι κολυμβητικές κινήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το πλέγω* (Ι)] … Dictionary of Greek
πλέχω — Ν βλ. πλέγω (Ι) … Dictionary of Greek
πλέω — και πλέγω έπλευσα 1. κινούμαι, ταξιδεύω στη θάλασσα, στο ποτάμι, στη λίμνη, αρμενίζω: Πλέαμε κατά το ανοιχτό πέλαγος. 2. επιπλέω: Ορισμένα σώματα πλέουν στο νερό. 3. για αφθονία, υπερβολή: Το πρόσωπό του έπλεε στο αίμα. – Αυτός πλέει στα αγαθά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)